- οξερίας
- ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α)ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα -ίας, χαρακτηριστικό ονομάτων κρασιών, ψωμιών, τυριών (πρβλ. ὀβελίας, πιτυρίας, ὀπίας). Η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. σχηματισμένο από συμφυρμό τού άρθρου ό με τον τ. ξερίας (< ξηρός) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.